- προσεπαγγείλασθαι
- πρόσ-ἐπαγγέλλωtellaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπαγγέλλομαι — Α [ἐπαγγέλλομαι] υπόσχομαι επί πλέον («προσεπαγγείλασθαι τὸ ἔθνος εὐεργετεῑν», Διόδ.) … Dictionary of Greek